Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καστορίδες
Κάστωρ
κάστωρ
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
View word page
κατάβασις
κατάβασις κατάβᾰσις, εως καταβαίνω a going down, way down, descent, Hdt., Attic; cf. καταίβασις. the descent from Central Asia, Xen.

ShortDef

a going down, way down, descent

Debugging

Headword:
κατάβασις
Headword (normalized):
κατάβασις
Headword (normalized/stripped):
καταβασις
IDX:
16771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16787
Key:
kata/basis

Data

{'content': 'κατάβασις\n κατάβᾰσις, εως\n καταβαίνω\n a going down, way down, descent, Hdt., Attic; cf. καταίβασις.\n the descent from Central Asia, Xen.', 'key': 'kata/basis'}