Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάσσυμα
κασσύω
Κασταλία
Καστόρειος
καστορίδες
Κάστωρ
κάστωρ
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
View word page
καταβακχιόομαι
καταβακχιόομαι Βάκχος Pass. to be full of Bacchic frenzy, καταβακχιοῦσθε δρυὸς κλάδοις in oak-wreath ye rave with Bacchic fury, Eur.
ShortDef
to be full of Bacchic frenzy
Debugging
Headword:
καταβακχιόομαι
Headword (normalized):
καταβακχιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβακχιοομαι
IDX:
16767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16783
Key:
katabakxio/omai
Data
{'content': 'καταβακχιόομαι\n Βάκχος\n Pass. to be full of Bacchic frenzy, καταβακχιοῦσθε δρυὸς κλάδοις in oak-wreath ye rave with Bacchic fury, Eur.', 'key': 'katabakxio/omai'}