Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάσις
Κασσιτερίδες
κασσίτερος
κάσσυμα
κασσύω
Κασταλία
Καστόρειος
καστορίδες
Κάστωρ
κάστωρ
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
View word page
καταβάδην
καταβάδην going down or downstairs: cf. ἀναβάδην.

ShortDef

going down

Debugging

Headword:
καταβάδην
Headword (normalized):
καταβάδην
Headword (normalized/stripped):
καταβαδην
IDX:
16764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16780
Key:
kataba/dhn

Data

{'content': 'καταβάδην\n going down or downstairs: cf. ἀναβάδην.', 'key': 'kataba/dhn'}