Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσιτερίδες
κασσίτερος
κάσσυμα
κασσύω
Κασταλία
Καστόρειος
καστορίδες
Κάστωρ
κάστωρ
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
View word page
κασσίτερος
κασσίτερος tin, Lat. stannum, Il. It was melted, and then cast upon χαλκός, hence χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, Il. A foreign word.

ShortDef

tin

Debugging

Headword:
κασσίτερος
Headword (normalized):
κασσίτερος
Headword (normalized/stripped):
κασσιτερος
IDX:
16756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16772
Key:
kassi/teros

Data

{'content': 'κασσίτερος\n tin, Lat. stannum, Il. It was melted, and then cast upon χαλκός, hence χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, Il.\n A foreign word.', 'key': 'kassi/teros'}