Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρόω
View word page
ἀμάρτυρος
ἀμάρτυρος μάρτυς without witness, unattested, Thuc., etc.:—adv. -ρως, Dem.
ShortDef
without witness, unattested
Debugging
Headword:
ἀμάρτυρος
Headword (normalized):
ἀμάρτυρος
Headword (normalized/stripped):
αμαρτυρος
IDX:
1677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1677
Key:
a)ma/rturos
Data
{'content': 'ἀμάρτυρος\n μάρτυς\n without witness, unattested, Thuc., etc.:—adv. -ρως, Dem.', 'key': 'a)ma/rturos'}