Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσιτερίδες
κασσίτερος
κάσσυμα
κασσύω
Κασταλία
Καστόρειος
καστορίδες
Κάστωρ
κάστωρ
View word page
κασίγνητος
κασίγνητος κᾰσί-γνητος, ὁ, κάσις, γίγνομαι a brother, Hom., etc.:—in more general sense, a cousin, Il. as adj., κασίγνητος, η, ον, brotherly, sisterly, Soph., Eur.
ShortDef
a brother; adj of a brother; sibling
Debugging
Headword:
κασίγνητος
Headword (normalized):
κασίγνητος
Headword (normalized/stripped):
κασιγνητος
IDX:
16753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16769
Key:
kasi/gnhtos
Data
{'content': 'κασίγνητος\n κᾰσί-γνητος, ὁ,\n κάσις, γίγνομαι\n a brother, Hom., etc.:—in more general sense, a cousin, Il.\n as adj., κασίγνητος, η, ον, brotherly, sisterly, Soph., Eur.', 'key': 'kasi/gnhtos'}