Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσιτερίδες
κασσίτερος
View word page
Καρχηδών
Καρχηδών Καρχηδών, όνος, Carthage, Hdt.:—adj. Καρχηδόνιος, α, ον, Carthaginian, Hdt.
ShortDef
Carthage
Debugging
Headword:
Καρχηδών
Headword (normalized):
καρχηδών
Headword (normalized/stripped):
καρχηδων
IDX:
16746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16762
Key:
*karxhdw/n
Data
{'content': 'Καρχηδών\n Καρχηδών, όνος,\n Carthage, Hdt.:—adj. Καρχηδόνιος, α, ον, Carthaginian, Hdt.', 'key': '*karxhdw/n'}