Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσιτερίδες
View word page
Καρχηδονίζω
Καρχηδονίζω Καρχηδονίζω, to side with the Carthaginians, Plut. from Καρχηδών
ShortDef
to side with the Carthaginians
Debugging
Headword:
Καρχηδονίζω
Headword (normalized):
καρχηδονίζω
Headword (normalized/stripped):
καρχηδονιζω
IDX:
16745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16761
Key:
*karxhdoni/zw
Data
{'content': 'Καρχηδονίζω\n Καρχηδονίζω,\n to side with the Carthaginians, Plut.\n from Καρχηδών', 'key': '*karxhdoni/zw'}