Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
View word page
κάρχαρος
κάρχαρος .κάρχᾰρος, ον sharp-pointed, jagged, with sharp or jagged teeth, κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.: —metaph. sharp, biting, of language, Luc.

ShortDef

sharp-pointed, jagged, with sharp

Debugging

Headword:
κάρχαρος
Headword (normalized):
κάρχαρος
Headword (normalized/stripped):
καρχαρος
IDX:
16744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16760
Key:
ka/rxaros

Data

{'content': 'κάρχαρος\n .κάρχᾰρος, ον\n sharp-pointed, jagged, with sharp or jagged teeth, κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.: —metaph. sharp, biting, of language, Luc.', 'key': 'ka/rxaros'}