Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
κασίγνητος
View word page
καρχαρόδων
καρχαρόδων καρχᾰρ-όδων, οντος, ὁ, ἡ, = καρχᾰρόδους, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρχαρόδων
Headword (normalized):
καρχαρόδων
Headword (normalized/stripped):
καρχαροδων
IDX:
16743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16759
Key:
karxaro/dwn

Data

{'content': 'καρχαρόδων\n καρχᾰρ-όδων, οντος, ὁ, ἡ,\n = καρχᾰρόδους, Theocr.', 'key': 'karxaro/dwn'}