Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρυοναύτης
κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασῆς
κασία
κασιγνήτη
View word page
καρχαρόδους
καρχαρόδους from κάρχᾰρος with sharp, jagged teeth, of dogs, Il.; applied to Cleon by Ar.
ShortDef
with sharp, jagged teeth
Debugging
Headword:
καρχαρόδους
Headword (normalized):
καρχαρόδους
Headword (normalized/stripped):
καρχαροδους
IDX:
16742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16758
Key:
karxaro/dous
Data
{'content': 'καρχαρόδους\n from κάρχᾰρος\n with sharp, jagged teeth, of dogs, Il.; applied to Cleon by Ar.', 'key': 'karxaro/dous'}