Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
View word page
καρφίτης
καρφίτης καρφίτης, ου, built of dry straws, Anth. from κάρφος
ShortDef
built of dry straws
Debugging
Headword:
καρφίτης
Headword (normalized):
καρφίτης
Headword (normalized/stripped):
καρφιτης
IDX:
16738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16754
Key:
karfi/ths
Data
{'content': 'καρφίτης\n καρφίτης, ου,\n built of dry straws, Anth.\n from κάρφος', 'key': 'karfi/ths'}