Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφηρός
καρφίτης
κάρφος
κάρφω
καρχαλέος
View word page
καρυκοποιέω
καρυκοποιέω κᾰρῡκο-ποιέω, fut. -ήσω to make a καρύκη or rich sauce, Ar.
ShortDef
make a καρύκη
Debugging
Headword:
καρυκοποιέω
Headword (normalized):
καρυκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καρυκοποιεω
IDX:
16731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16747
Key:
karukopoie/w
Data
{'content': 'καρυκοποιέω\n κᾰρῡκο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make a καρύκη or rich sauce, Ar.', 'key': 'karukopoie/w'}