Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
View word page
καρτύνω
καρτύνω καρτύ_νω, Epic for κρατύνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καρτύνω
Headword (normalized):
καρτύνω
Headword (normalized/stripped):
καρτυνω
IDX:
16726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16742
Key:
kartu/nw
Data
{'content': 'καρτύνω\n καρτύ_νω,\n Epic for κρατύνω.', 'key': 'kartu/nw'}