Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
κάρυον
καρύσσω
καρφαλέος
View word page
κάρτος
κάρτος κάρτος, εος, Epic for κράτος strength, vigour, courage, Hom., Hes.

ShortDef

strength, vigour, courage

Debugging

Headword:
κάρτος
Headword (normalized):
κάρτος
Headword (normalized/stripped):
καρτος
IDX:
16725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16741
Key:
ka/rtos

Data

{'content': 'κάρτος\n κάρτος, εος,\n Epic for κράτος\n strength, vigour, courage, Hom., Hes.', 'key': 'ka/rtos'}