Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
ἁματροχιά
View word page
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτίνοος ἁμαρτάνω, νόος erring in mind, distraught, Hes., etc.

ShortDef

erring in mind, distraught

Debugging

Headword:
ἁμαρτίνοος
Headword (normalized):
ἁμαρτίνοος
Headword (normalized/stripped):
αμαρτινοος
IDX:
1674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1674
Key:
a(marti/noos

Data

{'content': 'ἁμαρτίνοος\n ἁμαρτάνω, νόος\n erring in mind, distraught, Hes., etc.', 'key': 'a(marti/noos'}