Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
κάρυον
View word page
καρτερούντως
καρτερούντως adverb of καρτερέω strongly, stoutly, Plat.

ShortDef

strongly, stoutly

Debugging

Headword:
καρτερούντως
Headword (normalized):
καρτερούντως
Headword (normalized/stripped):
καρτερουντως
IDX:
16723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16739
Key:
karterou/ntws

Data

{'content': 'καρτερούντως\n adverb of καρτερέω\n strongly, stoutly, Plat.', 'key': 'karterou/ntws'}