Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοποιέω
καρυοναύτης
View word page
καρτερός
καρτερός καρτερός, ά, όν κάρτος = κρατερός strong, staunch, stout, sturdy; c. inf., καρτερὸς ἐναίρειν strong to kill, Il.; τὰ καρτερώτατα the strongest, Soph. c. gen. possessed of a thing, lord or master of it, Theogn., Theocr. like καρτερικός, steadfast, patient, πρὸς πάντα Xen.: obstinate, Plat. of things, strong, mighty, potent, ὅρκος Il.; κ. ἔργα deeds of might, Il.; κ. μάχη strongly contested, desperate, Hdt., Thuc.; —τὸ καρτερόν, τόλμης τὸ κ. the extremity of daring, Eur.:— κατὰ τὸ καρτερόν by force, Hdt., Ar., etc.; so, πρὸς τὸ καρτερόν Aesch.; τὸ καρτερόν, absol., Theocr. of place, like ὀχυρός, strong, Thuc.; τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου Thuc. adv. -ρῶς, strongly, etc., κ. ὑπνοῦσθαι to sleep soundly, Hdt. the common comp. and Sup. are κρείσσων and κράτιστος (qq. v.): but the regular forms καρτερώτερος, -ώτατος, occur now and then, Pind., Attic

ShortDef

strong, staunch, stout, sturdy

Debugging

Headword:
καρτερός
Headword (normalized):
καρτερός
Headword (normalized/stripped):
καρτερος
IDX:
16722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16738
Key:
kartero/s

Data

{'content': 'καρτερός\n καρτερός, ά, όν\n κάρτος\n = κρατερός\n strong, staunch, stout, sturdy; c. inf., καρτερὸς ἐναίρειν strong to kill, Il.; τὰ καρτερώτατα the strongest, Soph.\n c. gen. possessed of a thing, lord or master of it, Theogn., Theocr.\n like καρτερικός, steadfast, patient, πρὸς πάντα Xen.: obstinate, Plat.\n of things, strong, mighty, potent, ὅρκος Il.; κ. ἔργα deeds of might, Il.; κ. μάχη strongly contested, desperate, Hdt., Thuc.; —τὸ καρτερόν, τόλμης τὸ κ. the extremity of daring, Eur.:— κατὰ τὸ καρτερόν by force, Hdt., Ar., etc.; so, πρὸς τὸ καρτερόν Aesch.; τὸ καρτερόν, absol., Theocr.\n of place, like ὀχυρός, strong, Thuc.; τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου Thuc.\n adv. -ρῶς, strongly, etc., κ. ὑπνοῦσθαι to sleep soundly, Hdt.\n the common comp. and Sup. are κρείσσων and κράτιστος (qq. v.): but the regular forms καρτερώτερος, -ώτατος, occur now and then, Pind., Attic', 'key': 'kartero/s'}