Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
καρύκη
View word page
καρτερία
καρτερία καρτερία, ἡ, καρτερός patient endurance, patience, opp. to μαλακία, Xen., Plat.
ShortDef
patient endurance, patience
Debugging
Headword:
καρτερία
Headword (normalized):
καρτερία
Headword (normalized/stripped):
καρτερια
IDX:
16719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16735
Key:
karteri/a
Data
{'content': 'καρτερία\n καρτερία, ἡ,\n καρτερός\n patient endurance, patience, opp. to μαλακία, Xen., Plat.', 'key': 'karteri/a'}