Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτερόθυμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτος
καρτύνω
Καρύαι
Καρυατίζω
View word page
καρτέρησις
καρτέρησις καρτέρησις, εως from καρτερέω a bearing patiently, patience, Plat. c. gen. patient endurance of a thing, Plat.
ShortDef
a bearing patiently, patience
Debugging
Headword:
καρτέρησις
Headword (normalized):
καρτέρησις
Headword (normalized/stripped):
καρτερησις
IDX:
16718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16734
Key:
karte/rhsis
Data
{'content': 'καρτέρησις\n καρτέρησις, εως\n from καρτερέω\n a bearing patiently, patience, Plat.\n c. gen. patient endurance of a thing, Plat.', 'key': 'karte/rhsis'}