Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
View word page
ἁμαρτία
ἁμαρτία ἁμαρτάνω a failure, fault, sin, Aesch., etc.; ἁμ. τινός a fault committed by one, Aesch.; ἁμ. δόξης fault of judgment, Thuc. generally, guilt, sin, Plat., Arist., NTest.

ShortDef

a failure, fault, sin

Debugging

Headword:
ἁμαρτία
Headword (normalized):
ἁμαρτία
Headword (normalized/stripped):
αμαρτια
IDX:
1673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1673
Key:
a(marti/a

Data

{'content': 'ἁμαρτία\n ἁμαρτάνω\n a failure, fault, sin, Aesch., etc.; ἁμ. τινός a fault committed by one, Aesch.; ἁμ. δόξης fault of judgment, Thuc.\n generally, guilt, sin, Plat., Arist., NTest.', 'key': 'a(marti/a'}