Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
View word page
καρποφορέω
καρποφορέω καρποφορέω, to bear fruit, Xen. from καρποφόρος
ShortDef
to bear fruit
Debugging
Headword:
καρποφορέω
Headword (normalized):
καρποφορέω
Headword (normalized/stripped):
καρποφορεω
IDX:
16710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16726
Key:
karpofore/w
Data
{'content': 'καρποφορέω\n καρποφορέω,\n to bear fruit, Xen.\n from καρποφόρος', 'key': 'karpofore/w'}