Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
View word page
καρποφθόρος
καρποφθόρος καρπο-φθόρος, ον φθείρω spoiling fruit, Anth.

ShortDef

spoiling fruit

Debugging

Headword:
καρποφθόρος
Headword (normalized):
καρποφθόρος
Headword (normalized/stripped):
καρποφθορος
IDX:
16709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16725
Key:
karpofqo/ros

Data

{'content': 'καρποφθόρος\n καρπο-φθόρος, ον\n φθείρω\n spoiling fruit, Anth.', 'key': 'karpofqo/ros'}