Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
καρτερέω
καρτέρημα
View word page
καρποτόκος
καρποτόκος καρπο-τόκος, ον τίκτω bearing fruit, Anth.
ShortDef
bearing fruit
Debugging
Headword:
καρποτόκος
Headword (normalized):
καρποτόκος
Headword (normalized/stripped):
καρποτοκος
IDX:
16707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16723
Key:
karpoto/kos
Data
{'content': 'καρποτόκος\n καρπο-τόκος, ον\n τίκτω\n bearing fruit, Anth.', 'key': 'karpoto/kos'}