Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
κάρτα
View word page
καρπός
καρπός fruit, καρπὸς ἀρούρης, i. e. corn, Il.; so, κ. Δήμητρος Hdt., etc.; of trees, Od., etc. generally, produce, returns, profits, Hdt., etc.; οἱ καρποὶ ἐκ τῶν ἀγελῶν the produce of the herds, Xen. of actions, fruit, result, profit, εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι if his oracles shall bear fruit, i. e. be fulfilled, Aesch.; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Aesch.; κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, Pind.; κ. φρενῶν wisdom, Pind.

ShortDef

fruit
the wrist

Debugging

Headword:
καρπός
Headword (normalized):
καρπός
Headword (normalized/stripped):
καρπος
IDX:
16705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16721
Key:
karpo/s1

Data

{'content': 'καρπός\n fruit, καρπὸς ἀρούρης, i. e. corn, Il.; so, κ. Δήμητρος Hdt., etc.; of trees, Od., etc.\n generally, produce, returns, profits, Hdt., etc.; οἱ καρποὶ ἐκ τῶν ἀγελῶν the produce of the herds, Xen.\n of actions, fruit, result, profit, εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι if his oracles shall bear fruit, i. e. be fulfilled, Aesch.; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Aesch.; κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, Pind.; κ. φρενῶν wisdom, Pind.', 'key': 'karpo/s1'}