Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
κάρπωσις
View word page
καρπογένεθλος
καρπογένεθλος καρπο-γένεθλος, ον fruit-producing, Anth.

ShortDef

fruit-producing

Debugging

Headword:
καρπογένεθλος
Headword (normalized):
καρπογένεθλος
Headword (normalized/stripped):
καρπογενεθλος
IDX:
16704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16720
Key:
karpoge/neqlos

Data

{'content': 'καρπογένεθλος\n καρπο-γένεθλος, ον\n fruit-producing, Anth.', 'key': 'karpoge/neqlos'}