Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
View word page
ἁμαρτητικός
ἁμαρτητικός ἁμαρτάνω prone to error, Arist.
ShortDef
prone to error
Debugging
Headword:
ἁμαρτητικός
Headword (normalized):
ἁμαρτητικός
Headword (normalized/stripped):
αμαρτητικος
IDX:
1672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1672
Key:
a(marthtiko/s
Data
{'content': 'ἁμαρτητικός\n ἁμαρτάνω\n prone to error, Arist.', 'key': 'a(marthtiko/s'}