Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
View word page
κάρπιμος
κάρπιμος κάρπιμος, ον fruit-bearing, fruitful, Aesch., Eur., etc.:— κάρπιμα, τά, fruit-trees or corn-fields, Ar.; κάρπιμα ἀγαθά property that yields a produce, opp. to ἄκαρπα, Arist.:—metaph., τῶν ξένων τοὺς κ. rich foreigners from whom money can be wrung, Ar.

ShortDef

fruit-bearing, fruitful

Debugging

Headword:
κάρπιμος
Headword (normalized):
κάρπιμος
Headword (normalized/stripped):
καρπιμος
IDX:
16703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16719
Key:
ka/rpimos

Data

{'content': 'κάρπιμος\n κάρπιμος, ον\n fruit-bearing, fruitful, Aesch., Eur., etc.:— κάρπιμα, τά, fruit-trees or corn-fields, Ar.; κάρπιμα ἀγαθά property that yields a produce, opp. to ἄκαρπα, Arist.:—metaph., τῶν ξένων τοὺς κ. rich foreigners from whom money can be wrung, Ar.', 'key': 'ka/rpimos'}