Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρποφύλαξ
View word page
καρπίζω
καρπίζω καρπίζω, fut. -σω καρπός to make fruitful, fertilise, Eur.
ShortDef
enjoy the fruits of, make fruitful
enfranchise a slave by touching him with the rod
Debugging
Headword:
καρπίζω
Headword (normalized):
καρπίζω
Headword (normalized/stripped):
καρπιζω
IDX:
16702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16718
Key:
karpi/zw1
Data
{'content': 'καρπίζω\n καρπίζω,\n fut. -σω\n καρπός\n to make fruitful, fertilise, Eur.', 'key': 'karpi/zw1'}