Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρος
View word page
κάρ
κάρ hair cut off, a lock of hair, (cf. κείρω, ἀκαρής) , τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἰσῃ I value him but at a hairʼs worth, flocci eum facio, Il. also = κάρα, κάρη, head, ἐπὶ κάρ head- long, Il.

ShortDef

a Carian
a lock of hair (?); worthless

Debugging

Headword:
κάρ
Headword (normalized):
κάρ
Headword (normalized/stripped):
καρ
IDX:
16701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16717
Key:
ka/r2

Data

{'content': 'κάρ\n hair cut off, a lock of hair, (cf. κείρω, ἀκαρής) , τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἰσῃ I value him but at a hairʼs worth, flocci eum facio, Il.\n also = κάρα, κάρη, head, ἐπὶ κάρ head- long, Il.', 'key': 'ka/r2'}