Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
καρποφθόρος
View word page
καρπάλιμος
καρπάλιμος καρπάλῐμος, ον v. κραιπνός swift, Lat. rapidus, Il.: adv. -μως, swiftly, rapidly, Il. in Pind., γένυες κ. eager jaws.
ShortDef
swift
Debugging
Headword:
καρπάλιμος
Headword (normalized):
καρπάλιμος
Headword (normalized/stripped):
καρπαλιμος
IDX:
16699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16715
Key:
karpa/limos
Data
{'content': 'καρπάλιμος\n καρπάλῐμος, ον\n v. κραιπνός\n swift, Lat. rapidus, Il.: adv. -μως, swiftly, rapidly, Il.\n in Pind., γένυες κ. eager jaws.', 'key': 'karpa/limos'}