Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
καρπός2
καρποτόκος
καρποφάγος
View word page
καρπαία
καρπαία καρπαία, ἡ, a mimic dance of the Thessalians, Xen. Perh. from ἁρπάζω.
ShortDef
a mimic dance
Debugging
Headword:
καρπαία
Headword (normalized):
καρπαία
Headword (normalized/stripped):
καρπαια
IDX:
16698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16714
Key:
karpai/a
Data
{'content': 'καρπαία\n καρπαία, ἡ,\n a mimic dance of the Thessalians, Xen.\n Perh. from ἁρπάζω.', 'key': 'karpai/a'}