Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
καρπός
View word page
καρκινόχειρες
καρκινόχειρες with crabʼs claws for hands, Luc.

ShortDef

with crab's claws for hands

Debugging

Headword:
καρκινόχειρες
Headword (normalized):
καρκινόχειρες
Headword (normalized/stripped):
καρκινοχειρες
IDX:
16695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16711
Key:
karkino/xeires

Data

{'content': 'καρκινόχειρες\n with crabʼs claws for hands, Luc.', 'key': 'karkino/xeires'}