Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογένεθλος
View word page
καρκίνος
καρκίνος καρκίνος (ῐ), ὁ, a crab, Lat. cancer, Batr., Ar., Plat.:—proverb., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar. a pair of tongs, Anth.: καρκίνα compasses, Anth.

ShortDef

a crab

Debugging

Headword:
καρκίνος
Headword (normalized):
καρκίνος
Headword (normalized/stripped):
καρκινος
IDX:
16694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16710
Key:
karki/nos

Data

{'content': 'καρκίνος\n καρκίνος (ῐ), ὁ,\n a crab, Lat. cancer, Batr., Ar., Plat.:—proverb., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar.\n a pair of tongs, Anth.: καρκίνα compasses, Anth.', 'key': 'karki/nos'}