Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
View word page
ἁμαρτῆ
ἁμαρτῆ ἅμα, ἀραρίσκω together, at once, Hom.

ShortDef

together, at once

Debugging

Headword:
ἁμαρτῆ
Headword (normalized):
ἁμαρτῆ
Headword (normalized/stripped):
αμαρτη
IDX:
1671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1671
Key:
a(marth=

Data

{'content': 'ἁμαρτῆ\n ἅμα, ἀραρίσκω\n together, at once, Hom.', 'key': 'a(marth='}