Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
κάρπιμος
View word page
καρκαίρω
καρκαίρω καρκαίρω, to quake under the feet of men and horses, Lat. tremere, Il. (Formed from the sound.)

ShortDef

to quake

Debugging

Headword:
καρκαίρω
Headword (normalized):
καρκαίρω
Headword (normalized/stripped):
καρκαιρω
IDX:
16693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16709
Key:
karkai/rw

Data

{'content': 'καρκαίρω\n καρκαίρω,\n to quake under the feet of men and horses, Lat. tremere, Il. (Formed from the sound.)', 'key': 'karkai/rw'}