Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
καρπίζω
View word page
καρίς
καρίς a shrimp or prawn, Ar.
ShortDef
a shrimp
Debugging
Headword:
καρίς
Headword (normalized):
καρίς
Headword (normalized/stripped):
καρις
IDX:
16692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16708
Key:
kari/s
Data
{'content': 'καρίς\n a shrimp or prawn, Ar.', 'key': 'kari/s'}