Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
Κάρ
κάρ
View word page
Κάριος
Κάριος Κά_ριος, α, ον = Καρικός, Hdt.

ShortDef

Carian, (fem. noun) Caria

Debugging

Headword:
Κάριος
Headword (normalized):
κάριος
Headword (normalized/stripped):
καριος
IDX:
16691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16707
Key:
*ka/rios

Data

{'content': 'Κάριος\n Κά_ριος, α, ον\n = Καρικός, Hdt.', 'key': '*ka/rios'}