Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
View word page
Καρικός
Καρικός Κᾱρικός, ή, όν Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.
ShortDef
Carian
Debugging
Headword:
Καρικός
Headword (normalized):
καρικός
Headword (normalized/stripped):
καρικος
IDX:
16689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16705
Key:
*kariko/s
Data
{'content': 'Καρικός\n Κᾱρικός, ή, όν\n Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.', 'key': '*kariko/s'}