Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
Κάρπαθος
View word page
καρηκομόωντες
καρηκομόωντες κομάω with hair on the head, long-haired, of the Achaians, who let all their hair grow (whereas the Abantes, who wore theirs long only at the back of the head, were called ὄπιθεν κομόωντες) , Il.

ShortDef

with hair on the head, long-haired

Debugging

Headword:
καρηκομόωντες
Headword (normalized):
καρηκομόωντες
Headword (normalized/stripped):
καρηκομοωντες
IDX:
16687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16703
Key:
karhkomo/wntes

Data

{'content': 'καρηκομόωντες\n κομάω\n with hair on the head, long-haired, of the Achaians, who let all their hair grow (whereas the Abantes, who wore theirs long only at the back of the head, were called ὄπιθεν κομόωντες) , Il.', 'key': 'karhkomo/wntes'}