Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
Κάρνεια
View word page
κάρδοπος
κάρδοπος .κάρδοπος, ἡ, a kneading-trough, Ar.

ShortDef

a kneading-trough

Debugging

Headword:
κάρδοπος
Headword (normalized):
κάρδοπος
Headword (normalized/stripped):
καρδοπος
IDX:
16686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16702
Key:
ka/rdopos

Data

{'content': 'κάρδοπος\n .κάρδοπος, ἡ,\n a kneading-trough, Ar.', 'key': 'ka/rdopos'}