Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
καρκινόχειρες
View word page
καρδιουλκέω
καρδιουλκέω καρδι-ουλκέω, ἕλκω to draw the heart out of the victim, Luc.
ShortDef
to draw the heart out of the victim
Debugging
Headword:
καρδιουλκέω
Headword (normalized):
καρδιουλκέω
Headword (normalized/stripped):
καρδιουλκεω
IDX:
16685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16701
Key:
kardioulke/w
Data
{'content': 'καρδιουλκέω\n καρδι-ουλκέω,\n ἕλκω\n to draw the heart out of the victim, Luc.', 'key': 'kardioulke/w'}