Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καρίς
καρκαίρω
καρκίνος
View word page
καρδιόδηκτος
καρδιόδηκτος καρδιό-δηκτος, ον δάκνω gnawing the heart, Aesch.
ShortDef
gnawing the heart
Debugging
Headword:
καρδιόδηκτος
Headword (normalized):
καρδιόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοδηκτος
IDX:
16684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16700
Key:
kardio/dhktos
Data
{'content': 'καρδιόδηκτος\n καρδιό-δηκτος, ον\n δάκνω\n gnawing the heart, Aesch.', 'key': 'kardio/dhktos'}