Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
View word page
ἁμάρτημα
ἁμάρτημα ἁμαρτάνω a failure, fault, sin, Soph., Plat. a bodily defect, malady, Plat.

ShortDef

a failure, fault, sin

Debugging

Headword:
ἁμάρτημα
Headword (normalized):
ἁμάρτημα
Headword (normalized/stripped):
αμαρτημα
IDX:
1670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1670
Key:
a(ma/rthma

Data

{'content': 'ἁμάρτημα\n ἁμαρτάνω\n a failure, fault, sin, Soph., Plat.\n a bodily defect, malady, Plat.', 'key': 'a(ma/rthma'}