Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
View word page
ἁγιωσύνη
ἁγιωσύνη ἅγιος holiness, sanctity, NTest.
ShortDef
holiness, sanctity
Debugging
Headword:
ἁγιωσύνη
Headword (normalized):
ἁγιωσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγιωσυνη
IDX:
167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n167
Key:
a(giwsu/nh
Data
{'content': 'ἁγιωσύνη\n ἅγιος\n holiness, sanctity, NTest.', 'key': 'a(giwsu/nh'}