Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
Καρικός
View word page
κάρβανος
κάρβανος κάρβᾱνος, ον = βάρβαρος outlandish, foreign, Aesch. Foreign word.

ShortDef

outlandish, foreign

Debugging

Headword:
κάρβανος
Headword (normalized):
κάρβανος
Headword (normalized/stripped):
καρβανος
IDX:
16679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16695
Key:
ka/rbanos

Data

{'content': 'κάρβανος\n κάρβᾱνος, ον\n = βάρβαρος\n outlandish, foreign, Aesch.\n Foreign word.', 'key': 'ka/rbanos'}