Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
κάρηνον
View word page
καράτομος
καράτομος κᾰρ_ά-τομος, ον τέμνω beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur. cut off from the head, κ. χλιδαί oneʼs shorn locks, Soph.

ShortDef

beheaded, cut from the head

Debugging

Headword:
καράτομος
Headword (normalized):
καράτομος
Headword (normalized/stripped):
καρατομος
IDX:
16678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16694
Key:
kara/tomos

Data

{'content': 'καράτομος\n κᾰρ_ά-τομος, ον\n τέμνω\n beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.\n cut off from the head, κ. χλιδαί oneʼs shorn locks, Soph.', 'key': 'kara/tomos'}