Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
καρηκομόωντες
View word page
καρατομέω
καρατομέω κᾰρᾱτομέω, fut. -ήσω to cut off the head, behead, Eur.

ShortDef

to cut off the head, behead

Debugging

Headword:
καρατομέω
Headword (normalized):
καρατομέω
Headword (normalized/stripped):
καρατομεω
IDX:
16677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16693
Key:
karatome/w

Data

{'content': 'καρατομέω\n κᾰρᾱτομέω,\n fut. -ήσω\n to cut off the head, behead, Eur.', 'key': 'karatome/w'}