Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
καρδία
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιουλκέω
κάρδοπος
View word page
κάρα
κάρα poet. for κεφαλή the head, Il., etc. the head or top of anything, as of a mountain, Hes.; the edge or brim of a cup, Soph. in Attic Poets, it is used like κεφαλή, periphr. for a person, Οἰδίπου κάρα, i. e. Οἰδίπους, Soph.; ὦ κασίγνητον κ., for ὦ κασίγνητε, Soph., etc.

ShortDef

the head
tame goat

Debugging

Headword:
κάρα
Headword (normalized):
κάρα
Headword (normalized/stripped):
καρα
IDX:
16676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16692
Key:
ka/ra1

Data

{'content': 'κάρα\n poet. for κεφαλή\n the head, Il., etc.\n the head or top of anything, as of a mountain, Hes.; the edge or brim of a cup, Soph.\n in Attic Poets, it is used like κεφαλή, periphr. for a person, Οἰδίπου κάρα, i. e. Οἰδίπους, Soph.; ὦ κασίγνητον κ., for ὦ κασίγνητε, Soph., etc.', 'key': 'ka/ra1'}