Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
καράτομος
κάρβανος
καρβάτιναι
κάρδαμον
View word page
καρανιστήρ
καρανιστήρ κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος, beheading, capital, Aesch.

ShortDef

beheading, capital

Debugging

Headword:
καρανιστήρ
Headword (normalized):
καρανιστήρ
Headword (normalized/stripped):
καρανιστηρ
IDX:
16671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16687
Key:
karanisth/r

Data

{'content': 'καρανιστήρ\n κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος,\n beheading, capital, Aesch.', 'key': 'karanisth/r'}